Προσεισμικός έλεγχος σε 20.000 σχολεία και νοσοκομεία: Πότε θα έχει ολοκληρωθεί – Ποια είναι τα πιο ευάλωτα κτίρια
Σε περίπου έναν χρόνο από σήμερα αναμένεται να έχει ολοκληρωθεί ο προσεισμικός έλεγχος των σχολείων και των νοσοκομείων, ο οποίος θα δώσει για πρώτη φορά μια εικόνα της ανθεκτικότητας του συνόλου των εκπαιδευτηρίων και των νοσηλευτικών κέντρων της χώρας.
Αυτό επεσήμανε ο πρόεδρος του ΟΑΣΠ και καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Ευθύμης Λέκκας στο πλαίσιο ενημερωτικής συζήτησης για την κατάσταση των υποδομών της Ελλάδας που διοργάνωσε η Διανέοσις.
Οπως σημείωσε ο ίδιος ο προσεισμικός έλεγχος θεσμοθετήθηκε πρόσφατα και στόχος είναι εντός του επόμενου διμήνου να έχουν υπογραφεί όλες οι απαιτούμενες υπουργικές αποφάσεις, να έχουν βρεθεί οι πόροι της χρηματοδότησης του εγχειρήματος από το Ταμείο Ανάκαμψης και να έχουν επιλεγεί οι μηχανικοί που θα πραγματοποιήσουν τις αυτοψίες.
Ο έλεγχος θα αφορά τα δημόσια κτίρια, ενώ προτεραιότητα θα δοθεί στα σχολεία και στα νοσοκομεία, ο αριθμός των οποίων εκτιμάται σε περίπου 20.000.
Ο πρωτοβάθμιος έλεγχος στα κτίρια θα είναι υποχρεωτικός και εφόσον απαιτηθεί θα ακολουθείται και από δευτεροβάθμιο έλεγχο. Όταν ολοκληρωθεί ο προσεισμικός έλεγχος σε σχολεία και νοσοκομεία, οι αυτοψίες θα επεκταθούν σε άλλα δημόσια κτίρια που υπολογίζονται από 35- 45.000.
Υπενθυμίζεται ότι ο έλεγχος των δημοσίων κτιρίων είχε αρχίσει το 2001 μετά τον φονικό σεισμό του 1999, αλλά είχε προαιρετικό χαρακτήρα. Δεν προχώρησε ποτέ αρκετά και ολοκληρώθηκε μόνο στο 20% των κτιρίων της χώρας. «Από τα 80.000 δημόσια κτίρια που έχει η Ελλάδα – αν και δε χρησιμοποιούνται όλα – ελέγχθηκαν περίπου 20.000», είπε ο κ. Λέκκας.
Οι πρωτοβάθμιοι προσεισμικοί έλεγχοι θα γίνουν σε συνεργασία του ΟΑΣΠ, με το Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας (ΤΕΕ), το υπουργείο Κλιματικής Κρίσης και την Κεντρική Ενωση Δήμων Ελλάδας (ΚΕΔΕ). Θα εκτελεστούν από περίπου 5.000 μηχανικούς που θα επιλέξει το ΤΕΕ σε όλη Ελλάδα και θα εκπαιδεύσει ο ΟΑΣΠ στη συμπλήρωση των νέων ηλεκτρονικών δελτίων πρωτοβάθμιου ελέγχου. Οπως εξήγησε ο πρόεδρος του Οργανισμού, έως τώρα τα δελτία συμπληρώνονταν χειρόγραφα. Πλέον κάθε μηχανικός θα συμπληρώνει στο ψηφιακό δελτίο τη θέση του κτιρίου, φωτογραφίες και το αποτέλεσμα του ελέγχου και θα τα υποβάλλει στον ΟΑΣΠ. Αν ένα δελτίο δεν πληρεί τις προδαγραφές δε θα μπορεί να υποβληθεί και θα επιστρέφεται έως ότου διορθωθεί.
Για την υποδοχή αυτού του τεράστιου όγκου πληροφορίας ο ΟΑΣΠ αναβαθμίζει την τράπεζα δεδομένων του.
Διευκρινίζοντας τον χαρακτήρα των ελέγχων, ο κ. Λέκκας σημείωσε ότι από τον πρωτοβάθμιο δεν θα προκύπτει αν ένα κτίριο είναι κατάλληλο ή όχι. Θα γίνεται μόνο βαθμονόμηση και στη συνέχεια ανάλογα και με τις οικονομικές δυνατότητες του προγράμματος, θα ακολουθεί δευτεροβάθμιος έλεγχος οπότε θα μπορεί να διακριθεί αν ένα κτίριο πρέπει να πάει σε επισκευή ή όχι. Σε περίπτωση απαίτησης επισκευών η προτεραιοποίηση θα γίνει από όσα κριθούν πιο ευάλωτα.
«Ο πρωτοβάθμιος έλεγχος είναι ένας ταχύς οπτικός έλεγχος. Οταν δεν είμαστε σίγουροι, πάμε στον δευτεροβάθμιο. Αυτό δε σημαίνει κατ΄ανάγκη ότι ένα κτίριο είναι ακατάλληλο αλλά ότι πρέπει να διερευνηθεί περαιτέρω. Εάν χρειαστεί μπορεί να πάμε και σε τριτοβαθμιο, δηλαδή στη μελέτη για πιθανή ενίσχυση».
Άλλωστε – όπως σημείωσε – υπάρχουν κτίρια, τα οποία μπορεί να εκτιμηθεί ότι δεν ωφελεί να ενισχυθούν. Έφερε ως παράδειγμα ένα 6τάξιο παλιό σχολείο στη Σάμο, το οποίο ελέγχθηκε μετά το σεισμό: «Προέκυψε ότι για να γίνει ενίσχυση έπρεπε να δαπανηθούν 700.000 έως 800.000 ευρώ. Εξετάζοντας τον αριθμό των παιδιών που φοιτούσαν στο σχολείο είδαμε ότι είναι 25 και θα μπορούσαν να εξυπηρετηθούν με την προσθήκη δύο σύγχρονων αιθουσών σε άλλο σχολείο που δε θα κόστιζαν πάνω από 70.000 ευρώ».
Ερωτηθείς εάν τα αποτελέσματα των προσεισμικών ελέγχων θα γίνονται γνωστά στη σχολική κοινότητα, ο πρόεδρος του ΟΑΣΠ είπε ότι αυτά θα είναι εμπιστευτικά καθώς η βαθμονόμηση δεν μπορεί να γίνει εύκολα αντιληπτή από ανθρώπους μη ειδικούς και αυτό θα δημιουργούσε προβλήματα, αλλά οπωσδήποτε θα ενημερώνονται το ΤΕΕ, τα συναρμόδια υπουργεία και βεβαίως οι δήμοι, οι οποίοι έχουν την ευθύνη των σχολείων.
Οι πιο ευάλωτες κατασκευές
Σύμφωνα με τον κ. Λέκκα, ο δομημένος ιστός της Ελλάδας είναι μικτός και τα κτίρια διακρίνονται σε τρεις βασικές κατηγορίες: σε εκείνα που έχουν κατασκευαστεί μετά το 1985 οπότε και εκδόθηκε ο πρώτος αντισεισμικός κανονισμός, σε εκείνα που αναγέρθηκαν μεταξύ 1959 και 1985 οπότε και η κατασκευή βασιζόταν σε συστάσεις προς τους μηχανικούς και σε όσα χτίστηκαν από το 1928 έως το 1959.
Ο πρόεδρος του ΟΑΣΠ διευκρίνισε τα κτίρια και των τριών κατηγοριών θεωρούνται αρκετά ανθεκτικά υπό την προυπόθεση ότι έχουν συντηρηθεί σωστά και δεν έχουν γίνει σε αυτά παρεμβάσεις που επιδεινωνουν τη στατικότητά τους.
Σύμφωνα με στοιχεία του ΟΑΣΠ, το 46% των υφιστάμενων κατασκευών της Ελλάδας έχουν χτιστεί από το 1959 – 1985 με τον αντισεισμικό κανονισμό του 1959, το 32% πριν το 1959 χωρίς αντισεισμικό κανονισμό, το 13% των κτιρίων που έχουν χτιστεί από το 1985 έως το 1995 με τον αντισεισμικό κανονισμό του 1959 και τα πρόσθετα άρθρα του 1984/85 ενώ το 9% που έχουν χτιστεί από το 1995 έως σήμερα με τον νέο αντισεισμικό κανονισμό του 1995 και τον Ελληνικό Αντισεισμικό Κανονισμό του 2000.
«Από το 1985 έως σήμερα έχουμε να κάνουμε με πολύ ανθεκτικές κατασκευές, οι οποίες είναι ικανές να αντέξουν μεγάλες σεισμικές φορτίσεις. Το πρόβλημα έγκειται στο τι γίνεται πριν το 1985. Από το 1959 έως το 1985 δεν υπήρχε αντισεισμικός κανονισμός αλλά οι λεγόμενες συστάσεις τις οποίες έπρεπε να ακολουθούν κατά τον σχεδιασμό και την κατασκευή οι Ελληνες μηχανικοί. Τολμώ να πω ότι και αυτός ο δομημένος ιστός που παρήχθηκε εκείνο το διάστημα είναι σε πάρα πολύ καλά επίπεδα αρκεί να γίνεται κανονικά η συντήρηση, πράγμα το οποίο είναι κομβικό σε όλες τις υποδομές και να μην έχουν γίνει παρεμβάσεις στις κατασκευές όταν πρόκειται να διαμορφωθεί εκ νέου κάποια κατασκευή, να γίνει ανακαίνιση ή να μετατραπεί το ισόγειο σε μία πιλοτή», ανέφερε.
Διαχωρίζοντας τις κατασκευές από το 1928 – 29 και μέχρι το 1959, τόνισε ότι αν και δεν πληρούν τις σύγχρονες αντισεισμικές προδιαγραφές, είχαν δομηθεί κατά τέτοιο τρόπο με βάση την εμπειρία που είχαν οι Ελληνες κατασκευαστές που τις καθιστά ανθεκτικές σε σημαντικό ποσοστό. «Το 1929 είχαν εκδοθεί κάποιες συστάσεις λόγω του σεισμού που είχε γίνει στην Κόρινθο και προέκυψαν κάποιες θεμελιώδεις γνώσεις. Και αυτά τα κτίρια εφόσον έχουν συντηρηθεί σωστά τις πιο πολλές φορές δε διατρέχουν κάποιον κίνδυνο».
Υπενθύμισε, πάντως, ότι ο ΟΑΣΠ έχει εκδώσει δύο κανονιστικές διατάξεις με στόχο να ενισχυθούν οι κατηγορίες έως το 1984, οι οποίες θεωρείται ότι έχουν χαμηλό δείκτη αντισεισμικής επάρκειας.
Πηγή: ethnos.gr